-
1 μήτρα
μήτρα, ἡ, die Gebärmutter; ὁ σκύμνος ἐν τῇ μήτρῃ ἐών, Her. 3, 108; τὸ δὲ τέκνον ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται, ibd.; vgl. Plat. Tim. 91 b; Sp., περὶ τῆς ἐν τῇ μήτρᾳ τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς, Luc. Vit. auct. 26. – Als Speise, s. Ath. III c. 51. – Bei Arist. H. A. 9, 41 eine Art Wespen. – Bei Theophr. Kern oder Mark der Bäume.
-
2 διακινεω
1) приводить в движение, сдвигать, передвигать, двигать(τὸ προσκεφάλαιον Plut.; ὅ ἀέρ ἀεὴ διακινεῖται Arst.)
; med. шевелиться(ὅ σκύμνος ἐν τῇ μητρὴ ἐὼν διακινεόμενος Her.)
2) колебать, расшатывать, подрывать, разрушать(τὰ πεπραγμένα Thuc.)
3) будить, возбуждать(τὸν νοῦν τινος Arph.)
4) призывать к восстанию, возмущать(τὰ συμμαχικά Plut.)